Ἀντιγονικῆς

Ἀντιγονικῆς
Ἀντιγονικός
of Antigonus
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”